- πολυμηκάς
- πολυ-μηκάς, άδος, ὁ, ἡ,A much-bleating, αἶγες Bacis ap.Hdt.8.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυμηκάς — άδος, ἡ, Α (για γίδα) αυτή που βελάζει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μηκάς, άδος «αυτός που μηκάται, που βελάζει»] … Dictionary of Greek
πολυμηκάδας — πολυμηκάς much bleating masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)